- νεκυηγός
- νεκυηγός, -όν (Α)νεκραγωγός, αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ-ηγός, νεκρ-ηγός. Το -η- τού τ. (αντί -αγός) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.